Greek Meaning of crown prince
διάδοχος
Other Greek words related to διάδοχος
Nearest Words of crown prince
- crown of thorns => ακάνθινο στεφάνι
- crown monkey => Μαϊμού του στέμματος
- crown lens => Στεφανιαίος φακός
- crown land => Ακίνητα του δημοσίου
- crown jewels => Κοσμήματα του στέμματος
- crown jewel => Πετράδι του στέμματος
- crown imperial => αυτοκρατορικό στέμμα
- crown glass => Στέμμα
- crown gall => Στέμμα χολής
- crown fire => Πυρκαγιά θόλου
Definitions and Meaning of crown prince in English
crown prince (n)
a male heir apparent to a throne
FAQs About the word crown prince
διάδοχος
a male heir apparent to a throne
Αγαπημένος γιος,ενάγων,ανταγωνιστής,διαγωνιζόμενος,συμμετέχων,καταχώριση,αγαπημένος,υποψήφιος,προσποιητής,Προσόν
ο κάτοχος,μη υποψήφιος,βραβευθείς,Σχολική διαρροή,τιμώμενο πρόσωπο,μυημένος,αξιωματούχος
crown of thorns => ακάνθινο στεφάνι, crown monkey => Μαϊμού του στέμματος, crown lens => Στεφανιαίος φακός, crown land => Ακίνητα του δημοσίου, crown jewels => Κοσμήματα του στέμματος,