Greek Meaning of crown prince

διάδοχος

Other Greek words related to διάδοχος

Definitions and Meaning of crown prince in English

Wordnet

crown prince (n)

a male heir apparent to a throne

FAQs About the word crown prince

διάδοχος

a male heir apparent to a throne

Αγαπημένος γιος,ενάγων,ανταγωνιστής,διαγωνιζόμενος,συμμετέχων,καταχώριση,αγαπημένος,υποψήφιος,προσποιητής,Προσόν

ο κάτοχος,μη υποψήφιος,βραβευθείς,Σχολική διαρροή,τιμώμενο πρόσωπο,μυημένος,αξιωματούχος

crown of thorns => ακάνθινο στεφάνι, crown monkey => Μαϊμού του στέμματος, crown lens => Στεφανιαίος φακός, crown land => Ακίνητα του δημοσίου, crown jewels => Κοσμήματα του στέμματος,