Greek Meaning of pretender
προσποιητής
Other Greek words related to προσποιητής
- τσαρλατάνος
- απατεώνας
- ψεύτικος
- πλαστογράφος
- απάτη
- Παραπλανητικός
- Τσαρλατάνος
- ψεύτικος
- τσαρλατάνος
- απάτη
- ηθοποιός
- πλαστογράφος
- φτωχός
- απατεώνας
- μούφα
- Μιμητής
- τελεστής
- ψεύτικη
- κουδούνι
- Μπλόφας
- μιμητής
- απατεώνας
- απατεώνας
- απατεώνας
- Προσποιητής
- μιμητής
- κομπιναδόρος
- τσαρλατάνος
- απατεώνας
- πιο κοφτερός
- εκδορέας
- απατεώνας
- απατεώνας
- απατεών
Nearest Words of pretender
Definitions and Meaning of pretender in English
pretender (n)
a claimant to the throne or to the office of ruler (usually without just title)
a person who makes deceitful pretenses
a person who professes beliefs and opinions that he or she does not hold in order to conceal his or her real feelings or motives
FAQs About the word pretender
προσποιητής
a claimant to the throne or to the office of ruler (usually without just title), a person who makes deceitful pretenses, a person who professes beliefs and opin
τσαρλατάνος,απατεώνας,ψεύτικος,πλαστογράφος,απάτη,Παραπλανητικός,Τσαρλατάνος,ψεύτικος,τσαρλατάνος,απάτη
άσσος,ικανός,αυθεντία,ειδικός,μαέστρος,κύριος,Παρελθοντολόγος,επαγγελματίας,βιρτουόζος,φυτό
pretended => προσποιημένος, pretend => προσποιούμαι, pretence => Πρόφαση, preteenager => προεφηβεία, preteen => προεφηβεία,