Greek Meaning of crackajack
κράκατζακ
Other Greek words related to κράκατζακ
- ικανός
- έμπειρος
- ειδικός
- καλός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιτευχθείς
- άσσος
- επιδέξιος
- ικανός
- Έξυπνος
- Ικανός
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- ρωγμή
- μορφωμένος
- Χαρισματικός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επαγγελματικός
- ταλαντούχος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- Βετεράνος
- βιρτουόζος
- ικανός
- ευέλικτος
- ευέλικτος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- αποδοτικός
- εργοδοτήσιμος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- πρακτικός
- με γνώσεις
- μακροπρόθεσμος
- παλιό
- γυαλισμένο
- κατάλληλος
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- ολισθηρός
- σταθεροχέρης
- δίδαξε
- πολυμερής
- εργατικός
- πλήρης
- πολυτάλαντος
- ερασιτέχνης
- ερασιτεχνικός
- ατέχναστος
- ακατέργαστος
- ανίκανος
- ανίκανος
- άπειρος
- Άπειρος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- μη επαγγελματίας
- ανειδίκευτος
- άνοστος
- ανειδίκευτος
- άτεχνος
- Αδύναμος
- πιθανός
- Τσαρλατάνος
- αρχή
- Πράσινο
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- άπειρος
- νέος
- πρωτόγονος
- Ωμός
- Αγενής
- Αμόρφωτος
- άνοστος
- άταλαντος
- αμαθής
- αδοκίμαστος
- ανεκπαίδευτος
- αδαής
- ακατάλληλος
- αμήχανος
- αδέξιος
- αδέξιος
- αδέξιος
- αδέξιος
- τραχύς
- άταλαντος
- ατάλαντος
- ακατέργαστος
- αν δοκιμαστεί
Nearest Words of crackajack
Definitions and Meaning of crackajack in English
crackajack (n.)
An individual of marked ability or excellence, esp. in some sport; as, he is a crackajack at tennis.
A preparation of popped corn, candied and pressed into small cakes.
crackajack (a.)
Of marked ability or excellence.
FAQs About the word crackajack
κράκατζακ
An individual of marked ability or excellence, esp. in some sport; as, he is a crackajack at tennis., A preparation of popped corn, candied and pressed into sma
ικανός,έμπειρος,ειδικός,καλός,επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος,επιτευχθείς,άσσος,επιδέξιος
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ατέχναστος,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,άπειρος,Άπειρος,ανίκανος,ακατάλληλος
crack willow => Ιτέα, crack up => σπάω, crack shot => αριστούχος σκοπευτής, crack of doom => ρήγμα της κρίσης, crack down => καταστολή,