Greek Meaning of unseasoned
άνοστος
Other Greek words related to άνοστος
- ερασιτέχνης
- ερασιτεχνικός
- αρχή
- φρέσκος
- Πράσινο
- άπειρος
- νέος
- ανειδίκευτος
- αδοκίμαστος
- αν δοκιμαστεί
- πιθανός
- Δilletant
- ερασιτεχνικός
- Άπειρος
- ερασιτέχνης
- Ωμός
- αυτοδίδακτος
- ημιτελές
- αμύητος
- ακατέργαστος
- απροετοίμαστος
- μη επαγγελματίας
- ανειδίκευτος
- Αμόρφωτος
- άτεχνος
- αμαθής
- ανεκπαίδευτος
- αδαής
- αρχικού επιπέδου
- ακατέργαστος
- Πεζοδρόμιο
- ανίκανος
- ανίκανος
- πρωτόγονος
- άταλαντος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- ατάλαντος
- άταλαντος
- Τσαρλατάνος
- ικανός
- επιτευχθείς
- ικανός
- Ικανός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- έμπειρος
- Χαρισματικός
- όμορφος
- εξασκηθείς
- προετοιμασμένος
- επιδέξιος
- κατάλληλος
- έμπειρος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ταλαντούχος
- δίδαξε
- Βετεράνος
- ευέλικτος
- μορφωμένος
- προσαρμοσμένο
- επιδέξιος
- αρχισμένος
- με γνώσεις
- γυαλισμένο
- ασκήθηκε
- επαγγελματίας
- εκπαιδευμένος
- εκπαιδευμένος
- Ευέλικτος
- έμπειρος
- άσσος
- ικανός
- ευέλικτος
- αμφιδέξιος
- ολοκληρωμένος
- ειδικός
- τελειωμένος
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ολισθηρός
- βιρτουόζος
- πολυμερής
- διδαγμένος
- βιρτουόζος
Nearest Words of unseasoned
Definitions and Meaning of unseasoned in English
unseasoned (a)
not aged or processed
unseasoned (s)
without salt or seasoning
not tried or tested by experience
unseasoned (a.)
Not seasoned.
Untimely; ill-timed.
FAQs About the word unseasoned
άνοστος
not aged or processed, without salt or seasoning, not tried or tested by experienceNot seasoned., Untimely; ill-timed.
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,αρχή,φρέσκος,Πράσινο,άπειρος,νέος,ανειδίκευτος,αδοκίμαστος,αν δοκιμαστεί
ικανός,επιτευχθείς,ικανός,Ικανός,επιδέξιος,επιδέξιος,έμπειρος,Χαρισματικός,όμορφος,εξασκηθείς
unseasonably => άκαιρα, unseasonableness => ακαταλληλία, unseasonable => ανώμαλος, unseason => εκτός εποχής, unsearchable => ανερεύνητο,