Greek Meaning of entry-level
αρχικού επιπέδου
Other Greek words related to αρχικού επιπέδου
- άπειρος
- νέος
- πιθανός
- ερασιτέχνης
- ερασιτεχνικός
- αρχή
- φρέσκος
- Πράσινο
- ερασιτέχνης
- ημιτελές
- αμύητος
- μη επαγγελματίας
- άνοστος
- ανειδίκευτος
- αδοκίμαστος
- αν δοκιμαστεί
- ακατέργαστος
- Πεζοδρόμιο
- Δilletant
- ερασιτεχνικός
- ανίκανος
- ανίκανος
- Άπειρος
- πρωτόγονος
- Ωμός
- αυτοδίδακτος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- ακατέργαστος
- απροετοίμαστος
- ανειδίκευτος
- Αμόρφωτος
- άτεχνος
- άταλαντος
- αμαθής
- ανεκπαίδευτος
- αδαής
- Τσαρλατάνος
- ικανός
- επιτευχθείς
- ικανός
- Ικανός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- έμπειρος
- Χαρισματικός
- όμορφος
- επιδέξιος
- κατάλληλος
- έμπειρος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ταλαντούχος
- Βετεράνος
- ευέλικτος
- αμφιδέξιος
- μορφωμένος
- προσαρμοσμένο
- επιδέξιος
- αρχισμένος
- με γνώσεις
- γυαλισμένο
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- προετοιμασμένος
- επαγγελματίας
- εκπαιδευμένος
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- Ευέλικτος
- έμπειρος
- άσσος
- ικανός
- ευέλικτος
- ολοκληρωμένος
- ειδικός
- τελειωμένος
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ολισθηρός
- βιρτουόζος
- πολυμερής
- διδαγμένος
- βιρτουόζος
Nearest Words of entry-level
Definitions and Meaning of entry-level in English
entry-level
of or being at the lowest level of a hierarchy
FAQs About the word entry-level
αρχικού επιπέδου
of or being at the lowest level of a hierarchy
άπειρος,νέος,πιθανός,ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,αρχή,φρέσκος,Πράσινο,ερασιτέχνης,ημιτελές
ικανός,επιτευχθείς,ικανός,Ικανός,επιδέξιος,επιδέξιος,έμπειρος,Χαρισματικός,όμορφος,επιδέξιος
entrustment => εμπιστοσύνη, entrusting => εμπιστευμένος, entrusted => ανατέθηκε, entrepreneurs => επιχειρηματίες, entrenching => οχυρωματική,