Greek Meaning of initiated

αρχισμένος

Other Greek words related to αρχισμένος

Definitions and Meaning of initiated in English

Webster

initiated (imp. & p. p.)

of Initiate

FAQs About the word initiated

αρχισμένος

of Initiate

έμπειρος,προσαρμοσμένο,ασκήθηκε,εξασκηθείς,προετοιμασμένος,κατάλληλος,δίδαξε,εκπαιδευμένος,διδαγμένος,ικανός

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ερασιτεχνικός,άπειρος,Άπειρος,ερασιτέχνης,αμύητος,απροετοίμαστος,μη επαγγελματίας,ανειδίκευτος

initiate => αρχίζω, initially => αρχικά, initialize => αρχικοποιώ, initialization => αρχικοποίηση, initialism => αρχικά,