Greek Meaning of initiated
αρχισμένος
Other Greek words related to αρχισμένος
- έμπειρος
- προσαρμοσμένο
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- προετοιμασμένος
- κατάλληλος
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
- ικανός
- επιτευχθείς
- ευέλικτος
- ικανός
- μορφωμένος
- τελειωμένος
- Χαρισματικός
- με γνώσεις
- επιδέξιος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- επιδέξιος
- Ευέλικτος
- έμπειρος
- Βετεράνος
- άσσος
- ικανός
- αμφιδέξιος
- Ικανός
- ολοκληρωμένος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ειδικός
- επιδέξιος
- κύριος
- αριστοτεχνικά
- γυαλισμένο
- επαγγελματίας
- επιδέξιος
- ολισθηρός
- ταλαντούχος
- πολυμερής
- βιρτουόζος
Nearest Words of initiated
Definitions and Meaning of initiated in English
initiated (imp. & p. p.)
of Initiate
FAQs About the word initiated
αρχισμένος
of Initiate
έμπειρος,προσαρμοσμένο,ασκήθηκε,εξασκηθείς,προετοιμασμένος,κατάλληλος,δίδαξε,εκπαιδευμένος,διδαγμένος,ικανός
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ερασιτεχνικός,άπειρος,Άπειρος,ερασιτέχνης,αμύητος,απροετοίμαστος,μη επαγγελματίας,ανειδίκευτος
initiate => αρχίζω, initially => αρχικά, initialize => αρχικοποιώ, initialization => αρχικοποίηση, initialism => αρχικά,