FAQs About the word injectable

ενέσιμο

(used of drugs) capable of being injected

εισαγωγή,εισάγω,Προσθήκη,χωράω (σε),υπαινίσσομαι,παρεμβάλλω,παρεμβάλλω,παρεμβάλλω,παρεμβάλλω,σάντουιτς (μέσα ή ανάμεσα)

εξαλείφω,εξαιρείς,απόσπασμα,αναληψη,αφαιρώ,εκτινάσσω,εκβάλλω,αφαιρώ,διαχωρίζω,απορρίπτω

inject => ενίω, inition => μύηση, initiatory => εισαγωγικός, initiator => ο εκκινητής, initiative => πρωτοβουλία,