Greek Meaning of add
Προσθήκη
Other Greek words related to Προσθήκη
- επίθημα
- παράρτημα
- Προσάρτημα
- συνημμένο
- αυξάνω
- επεκτείνω
- εισαγωγή
- εισάγω
- όμορος
- συμπλήρωμα
- βελτιώνω
- επεκτείνω
- επισκευή
- αύξηση
- εγχέω
- ενίω
- πολλαπλασιάζω
- ενισχύω
- προσθέτω
- προμήθεια
- ετικέτα
- γραβάτα
- Καρφώνω (σε)
- μεγαλοποιώ
- ενισχύω
- ενισχύω
- σύνθετο
- επιμηκύνω
- επιβάλλω
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- δένω
- Μόσχευμα
- αυξάνω
- εμπόδιο
- Εντατικοποιώ
- διαπερνώ
- επιμηκύνω
- μεγενθύνω
- Μεγιστοποιώ
- παρατείνω
- παρατείνειν
- ανυψώνω
- ενισχύω
- ενισχύω
- συμπλήρωμα
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- (πρήζομαι)
Nearest Words of add
Definitions and Meaning of add in English
add (n)
a condition (mostly in boys) characterized by behavioral and learning disorders
add (v)
make an addition (to); join or combine or unite with others; increase the quality, quantity, size or scope of
state or say further
bestow a quality on
make an addition by combining numbers
determine the sum of
constitute an addition
add (v. t.)
To give by way of increased possession (to any one); to bestow (on).
To join or unite, as one thing to another, or as several particulars, so as to increase the number, augment the quantity, enlarge the magnitude, or so as to form into one aggregate. Hence: To sum up; to put together mentally; as, to add numbers; to add up a column.
To append, as a statement; to say further.
add (v. i.)
To make an addition. To add to, to augment; to increase; as, it adds to our anxiety.
To perform the arithmetical operation of addition; as, he adds rapidly.
FAQs About the word add
Προσθήκη
a condition (mostly in boys) characterized by behavioral and learning disorders, make an addition (to); join or combine or unite with others; increase the quali
επίθημα,παράρτημα,Προσάρτημα,συνημμένο,αυξάνω,επεκτείνω,εισαγωγή,εισάγω,όμορος,συμπλήρωμα
αφαιρώ,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ,απογειώνω,μειώνω,Ακρωτηριάζω,Σύμβαση,κόβω
adays => σήμερα, adaxially => Αδαξονικά, adaxial => αδαξικός, adaw => εχθρότητα, adaunt => εκφοβίζω,