Greek Meaning of swell (up)

(πρήζομαι)

Other Greek words related to (πρήζομαι)

Definitions and Meaning of swell (up) in English

swell (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word swell (up)

(πρήζομαι)

ενισχύω,αυξάνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω,αύξηση,εισαγωγή,πολλαπλασιάζω,Βόειο κρέας (περισσότερο),Προσθήκη,επίθημα

μειώνω,κόβω,Μείωση,αφαιρώ,αποσύνδεση,απομίμηση,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ

sweet-talking => Γλυκομίλητος, sweet-talked => γλυκομίλητος, sweets => γλυκά, sweetmeats => Γλυκίσματα, sweeties => γλυκά,