Greek Meaning of swell (up)
(πρήζομαι)
Other Greek words related to (πρήζομαι)
- ενισχύω
- αυξάνω
- Αναβάθμιση
- επεκτείνω
- αύξηση
- εισαγωγή
- πολλαπλασιάζω
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- Προσθήκη
- επίθημα
- μεγαλοποιώ
- συνημμένο
- ενισχύω
- σύνθετο
- επιμηκύνω
- βελτιώνω
- διευρύνω
- επεκτείνω
- Μόσχευμα
- αυξάνω
- εγχέω
- ενίω
- Εντατικοποιώ
- διαπερνώ
- εισάγω
- επιμηκύνω
- παρατείνω
- ανυψώνω
- ετικέτα
- γραβάτα
- Καρφώνω (σε)
- όμορος
- παράρτημα
- Προσάρτημα
- συμπλήρωμα
- επιβάλλω
- δένω
- επισκευή
- εμπόδιο
- μεγενθύνω
- Μεγιστοποιώ
- παρατείνειν
- ενισχύω
- ενισχύω
- ενισχύω
- προσθέτω
- συμπλήρωμα
- προμήθεια
Nearest Words of swell (up)
Definitions and Meaning of swell (up) in English
swell (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word swell (up)
(πρήζομαι)
ενισχύω,αυξάνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω,αύξηση,εισαγωγή,πολλαπλασιάζω,Βόειο κρέας (περισσότερο),Προσθήκη,επίθημα
μειώνω,κόβω,Μείωση,αφαιρώ,αποσύνδεση,απομίμηση,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ
sweet-talking => Γλυκομίλητος, sweet-talked => γλυκομίλητος, sweets => γλυκά, sweetmeats => Γλυκίσματα, sweeties => γλυκά,