Greek Meaning of excise
φόρος κατανάλωσης
Other Greek words related to φόρος κατανάλωσης
- τιμή
- φόρος
- κεφαλικός φόρος
- καθήκον
- κρυφοί φόροι
- επιβολή
- φόρος
- Φόρος εισοδήματος
- τέλος
- Κεφαλικός φόρος
- Φόρος ακινήτων
- Φόρος Πωλήσεων
- ενιαίος φόρος
- διόδια
- Φόρος τιμής
- φόρος προστιθεμένης αξίας
- φόρος παρακράτησης
- αξιολόγηση
- τελωνεία
- Φόρος κληρονομιάς
- Άμεσος φόρος
- Φόρος κληρονομιών
- ενιαίος φόρος
- Φόρος κληρονομιάς
- φορολογία εισοδήματος
- Αναλογικός φόρος
- φόρος αμαρτίας
- υπερφορολογία
- επιβάρυνση
- επιπρόσθετος φόρος
Nearest Words of excise
- excisable => φορολογήσιμος
- excipulum => εξωτερικό στρώμα
- exciple => Εκδοχή
- excipient => έκδοχο
- excide => ξεπερνάω
- exchequering => τροφοδοσία του θησαυροφυλακίου
- exchequered => σκακιέρα
- exchequer => ταμείο
- excheator => εκτελεστής
- excheat => πτώχευση, απώλεια περιουσίας, δικαίωμα ανάκτησης περιουσίας από το κράτος
- excise tax => φόρος κατανάλωσης
- excised => αποκομμένο
- exciseman => τελωνειακός υπάλληλος
- excisemen => υπάλληλοι των ειδικών φόρων κατανάλωσης
- excising => εκτομή
- excision => εκτομή
- excitability => ευερεθιστότητα
- excitable => διεγέρσιμος
- excitable area => διεγέρσιμη περιοχή
- excitableness => ερεθιστικότητα
Definitions and Meaning of excise in English
excise (n)
a tax that is measured by the amount of business done (not on property or income from real estate)
excise (v)
remove by erasing or crossing out or as if by drawing a line
levy an excise tax on
remove by cutting
excise (n.)
In inland duty or impost operating as an indirect tax on the consumer, levied upon certain specified articles, as, tobacco, ale, spirits, etc., grown or manufactured in the country. It is also levied to pursue certain trades and deal in certain commodities. Certain direct taxes (as, in England, those on carriages, servants, plate, armorial bearings, etc.), are included in the excise. Often used adjectively; as, excise duties; excise law; excise system.
That department or bureau of the public service charged with the collection of the excise taxes.
excise (v. t.)
To lay or impose an excise upon.
To impose upon; to overcharge.
To cut out or off; to separate and remove; as, to excise a tumor.
FAQs About the word excise
φόρος κατανάλωσης
a tax that is measured by the amount of business done (not on property or income from real estate), remove by erasing or crossing out or as if by drawing a line
τιμή,φόρος,κεφαλικός φόρος,καθήκον,κρυφοί φόροι,επιβολή,φόρος,Φόρος εισοδήματος,τέλος,Κεφαλικός φόρος
μειώνω,μειώνω,λιγώτερο,Απελευθέρωση,αποστείλω,αδιαφορία,δικαιολογία,συγχωρώ,ανέχομαι,παραβλέπω
excisable => φορολογήσιμος, excipulum => εξωτερικό στρώμα, exciple => Εκδοχή, excipient => έκδοχο, excide => ξεπερνάω,