Greek Meaning of excisable
φορολογήσιμος
Other Greek words related to φορολογήσιμος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of excisable
- excipulum => εξωτερικό στρώμα
- exciple => Εκδοχή
- excipient => έκδοχο
- excide => ξεπερνάω
- exchequering => τροφοδοσία του θησαυροφυλακίου
- exchequered => σκακιέρα
- exchequer => ταμείο
- excheator => εκτελεστής
- excheat => πτώχευση, απώλεια περιουσίας, δικαίωμα ανάκτησης περιουσίας από το κράτος
- exchanging => ανταλλαγή
- excise => φόρος κατανάλωσης
- excise tax => φόρος κατανάλωσης
- excised => αποκομμένο
- exciseman => τελωνειακός υπάλληλος
- excisemen => υπάλληλοι των ειδικών φόρων κατανάλωσης
- excising => εκτομή
- excision => εκτομή
- excitability => ευερεθιστότητα
- excitable => διεγέρσιμος
- excitable area => διεγέρσιμη περιοχή
Definitions and Meaning of excisable in English
excisable (a.)
Liable or subject to excise; as, tobacco in an excisable commodity.
FAQs About the word excisable
φορολογήσιμος
Liable or subject to excise; as, tobacco in an excisable commodity.
No synonyms found.
No antonyms found.
excipulum => εξωτερικό στρώμα, exciple => Εκδοχή, excipient => έκδοχο, excide => ξεπερνάω, exchequering => τροφοδοσία του θησαυροφυλακίου,