FAQs About the word excisable

φορολογήσιμος

Liable or subject to excise; as, tobacco in an excisable commodity.

No synonyms found.

No antonyms found.

excipulum => εξωτερικό στρώμα, exciple => Εκδοχή, excipient => έκδοχο, excide => ξεπερνάω, exchequering => τροφοδοσία του θησαυροφυλακίου,