Greek Meaning of exchequer
ταμείο
Other Greek words related to ταμείο
- οικονομικά
- Ταμείο
- τσέπη
- πόροι
- περιουσιακά στοιχεία
- μετρητά
- ταμεία
- Νόμισμα
- χρηματοδότηση
- πλούτος
- τραπεζικός λογαριασμός
- Ψωμί
- Κεφάλαιο
- ταμειακές ροές
- τσιπς
- Ζύμη
- τύχη
- χρυσός
- νόμιμο χρήμα
- κέρδος
- σημαίνει
- λαμπρότητα
- χρήματα
- πορτοφόλι
- Πλούτος
- κύλισμα
- Γρατσουνιά
- πουκάμισο
- Ουσία
- τρυφερό
- Θησαυροφυλάκιο
- wampum
- μέσα
Nearest Words of exchequer
- excheator => εκτελεστής
- excheat => πτώχευση, απώλεια περιουσίας, δικαίωμα ανάκτησης περιουσίας από το κράτος
- exchanging => ανταλλαγή
- exchanger => εναλλάκτης
- exchanged => ανταλλάχθηκε
- exchangeably => εναλλάξιμο
- exchangeable => ανταλλάξιμο
- exchangeability => Ανταλλαξιμότητα
- exchange transfusion => Μετάγγιση ανταλλαγής
- exchange traded fund => Χρηματιστηριακό Αμοιβαίο Κεφάλαιο
Definitions and Meaning of exchequer in English
exchequer (n)
the funds of a government or institution or individual
exchequer (n.)
One of the superior courts of law; -- so called from a checkered cloth, which covers, or formerly covered, the table.
The department of state having charge of the collection and management of the royal revenue. [Eng.] Hence, the treasury; and, colloquially, pecuniary possessions in general; as, the company's exchequer is low.
exchequer (v. t.)
To institute a process against (any one) in the Court of Exchequer.
FAQs About the word exchequer
ταμείο
the funds of a government or institution or individualOne of the superior courts of law; -- so called from a checkered cloth, which covers, or formerly covered,
οικονομικά,Ταμείο,τσέπη,πόροι,περιουσιακά στοιχεία,μετρητά,ταμεία,Νόμισμα,χρηματοδότηση,πλούτος
χρέη,υποχρεώσεις,χρέος
excheator => εκτελεστής, excheat => πτώχευση, απώλεια περιουσίας, δικαίωμα ανάκτησης περιουσίας από το κράτος, exchanging => ανταλλαγή, exchanger => εναλλάκτης, exchanged => ανταλλάχθηκε,