Greek Meaning of finances

οικονομικά

Other Greek words related to οικονομικά

Definitions and Meaning of finances in English

Wordnet

finances (n)

assets in the form of money

FAQs About the word finances

οικονομικά

assets in the form of money

Ταμείο,τσέπη,πόροι,περιουσιακά στοιχεία,τραπεζικός λογαριασμός,μετρητά,ταμεία,ταμείο,χρηματοδότηση,πλούτος

χρέη,υποχρεώσεις,χρέος

financed => χρηματοδοτούμενα, finance minister => Υπουργός Οικονομικών, finance company => Εταιρεία χρηματοδότησης, finance committee => Επιτροπή Οικονομικών, finance => οικονομικά,