Greek Meaning of finalization

ολοκλήρωσις

Other Greek words related to ολοκλήρωσις

Definitions and Meaning of finalization in English

Wordnet

finalization (n)

the act of finalizing

FAQs About the word finalization

ολοκλήρωσις

the act of finalizing

Έγκριση,Επικύρωση,Τυπικοποίηση,εγκριση,επικύρωση,κυρώσεις,υποστήριξη,συμφωνία,Εγκριση,υποστήριξη

αποδοκιμασία,άρνηση,απόρριψη,αποκήρυξη,καταδίκη,κριτική,καταγγελία,αποσβέσεις,αποδοκιμασία,δυσμένεια

finality => οριστικότητα, finalities => τελικότητες, finalist => φιναλίστ, finalise => Οριστικοποιώ, finalisation => οριστικοποίηση,