Greek Meaning of approval
Έγκριση
Other Greek words related to Έγκριση
- Εγκριση
- συγκατάθεση
- ευλογία
- Επικύρωση
- χάρη
- νεύμα
- εντάξει
- υποστήριξη
- ψήφος
- συμφωνία
- υποστήριξη
- Καθαρό πιστοποιητικό υγείας
- συγκατάθεση
- ολοκλήρωσις
- Τυπικοποίηση
- Αυθέντευση
- εγκριση
- συμπάθεια
- εντάξει
- Ένα χτύπημα στην πλάτη
- επικύρωση
- κυρώσεις
- ικανοποίηση
- αποδοχή
- προσχώρηση
- ευλογία
- σφραγίδα
- Ανταγωνισμός
- Πρόσωπο
- καλή θέληση
- ομολόγηση
- Σφραγίδα από καουτσούκ
- 👍
Nearest Words of approval
- approvable => Εγκρίσιμος.
- appropriator => οικειοποιητής
- appropriative => οικειοποιητικός
- appropriation bill => Νομοσχέδιο προϋπολογισμού
- appropriation => ιδιοποίηση
- appropriating => ιδιοποίηση
- appropriateness => Καταλληλότητα
- appropriately => κατάλληλα
- appropriated => δεσμευμένο
- appropriate => κατάλληλος
Definitions and Meaning of approval in English
approval (n)
the formal act of approving
a feeling of liking something or someone good
acceptance as satisfactory
a message expressing a favorable opinion
approval (n.)
Approbation; sanction.
FAQs About the word approval
Έγκριση
the formal act of approving, a feeling of liking something or someone good, acceptance as satisfactory, a message expressing a favorable opinionApprobation; san
Εγκριση,συγκατάθεση,ευλογία,Επικύρωση,χάρη,νεύμα,εντάξει,υποστήριξη,ψήφος,συμφωνία
αποδοκιμασία,άρνηση,απόρριψη,καταδίκη,κριτική,αποσβέσεις,αποδοκιμασία,δυσμένεια,Αντιπάθεια,δυσαρέσκεια
approvable => Εγκρίσιμος., appropriator => οικειοποιητής, appropriative => οικειοποιητικός, appropriation bill => Νομοσχέδιο προϋπολογισμού, appropriation => ιδιοποίηση,