Greek Meaning of appropriated

δεσμευμένο

Other Greek words related to δεσμευμένο

Definitions and Meaning of appropriated in English

Webster

appropriated (imp. & p. p.)

of Appropriate

FAQs About the word appropriated

δεσμευμένο

of Appropriate

διεκδίκησε,κατασχεθεί,μετατραπεί,άρπαξε,κατάσχεται,έκλεψε,σφετερίστηκε,προσαρτημένος,αλαζονικός,υποθετικός

αγορασμένο,παρουσιάζεται,αγορασμένη,συνεισέφερε,έδωσε,απονεμημένος,δωρεά,παραδίδονται

appropriate => κατάλληλος, appropriament => οικειοποίηση, appropriable => ιδιοποιήσιμο, appropre => κατάλληλος, appropinquity => εγγύτητα,