Greek Meaning of grabbed

άρπαξε

Other Greek words related to άρπαξε

Definitions and Meaning of grabbed in English

Webster

grabbed (imp. & p. p.)

of Grab

FAQs About the word grabbed

άρπαξε

of Grab

αιχμαλωτισμένος,πιάστηκε,πήρα,προσγειώθηκε,κατάσχεται,χλιβιασμένος,αρπάχτηκε,συλληφθείς,σακουλιασμένος,σφιγμένος

εκφορτισμένος,έχασε,κυκλοφόρησε,έπεσε,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,χαλαρός,χωρίς χέρια

grab sample => δείγμα με χέρι, grab bar => Χειρολαβή, grab bag => τσάντα έκπληξη, grab => αρπάζω, graaper => γκαρπαδόρος,