Greek Meaning of lassoed

λάσο

Other Greek words related to λάσο

Definitions and Meaning of lassoed in English

Webster

lassoed (imp. & p. p.)

of Lasso

FAQs About the word lassoed

λάσο

of Lasso

αιχμαλωτισμένος,πιάστηκε,γαντοφορεμένος,άρπαξε,πάλεψε,χαλιναγωγημένος,εθισμένος,προσγειώθηκε,Σύλληψη,καρφωμένος

εκφορτισμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,έχασε,κυκλοφόρησε,έπεσε,χαλαρός,χωρίς χέρια

lasso => Λάσο, lasslorn => αποθαρρημένος, lassitude => Κόπωση, lassie => κορίτσι, lassen volcanic national park => Εθνικό Πάρκο Ηφαιστειακού Λάσεν,