Greek Meaning of gloved
γαντοφορεμένος
Other Greek words related to γαντοφορεμένος
- σακουλιασμένος
- αιχμαλωτισμένος
- πιάστηκε
- αγκάλιασμα
- σφιγμένος
- σφιγμένο
- άρπαξε
- πάλεψε
- χαλιναγωγημένος
- εθισμένος
- προσγειώθηκε
- λάσο
- Σύλληψη
- καρφωμένος
- διασκελισμένος
- ραπάρει
- δεμένος με σχοινί
- κατάσχεται
- παγιδευμένος
- Γιακάς
- περιφραγμένος
- χλιβιασμένος
- εξαντλημένο
- παγιδευμένος
- αρπάχτηκε
- συλληφθεί
- συλληφθείς
- γωνιασμένος
- κρατημένος
- πήρα
- πραγματοποιήθηκε
- ασφαλισμένος
- wrest
- συλληφθείς
- στερεωμένο (σε)
- άρπαξε
- σφιχτό
- κλειδωμένος (σε ή σε)
- κουτσός
- απαχθείς
- γάβγισε
- μπλεγμένος
- μπερδεμένος
- παγιδευμένος
- μπλεγμένος
- απήγαγε
- δικτυωμένο
- ενοίκιο
- Παγιδευμένος
- σκισμένο
- γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος)
Nearest Words of gloved
Definitions and Meaning of gloved in English
gloved (a)
having the hands covered with gloves
gloved (imp. & p. p.)
of Glove
FAQs About the word gloved
γαντοφορεμένος
having the hands covered with glovesof Glove
σακουλιασμένος,αιχμαλωτισμένος,πιάστηκε,αγκάλιασμα,σφιγμένος,σφιγμένο,άρπαξε,πάλεψε,χαλιναγωγημένος,εθισμένος
εκφορτισμένος,απελευθερωμένος,έχασε,κυκλοφόρησε,έπεσε,απελευθερωμένος,χαλαρός,χωρίς χέρια
glove puppet => Κούκλα γαντιού, glove leather => Δέρμα γαντιού, glove doll => Κούκλα με γάντι, glove compartment => θήκη γαντιών, glove anesthesia => Αναισθησία γαντιού,