Greek Meaning of spirited (away or off)

γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος)

Other Greek words related to γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος)

Definitions and Meaning of spirited (away or off) in English

spirited (away or off)

No definition found for this word.

FAQs About the word spirited (away or off)

γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος)

απαχθείς,παγιδευμένος,απήγαγε,ενοίκιο,στερεωμένο (σε),κλειδωμένος (σε ή σε),συλληφθείς,αγκάλιασμα,σφιγμένος,μπλεγμένος

εκφορτισμένος,απελευθερωμένος,έχασε,κυκλοφόρησε,έπεσε,απελευθερωμένος,χαλαρός,χωρίς χέρια

spirit (away or off) => πνεύμα (μακριά ή μακριά), spires => κορυφές, spired => μυτερός, spirals => σπείρες, spiralling => σπειροειδής,