FAQs About the word spiritist

σπιριτιστής

spiritualism sense 2a

ψυχικός,Μέσο,μέσο,Πνευματιστής,κανάλι,διόρατος,Μενταλίστας,αναγνώστης μυαλού,Τηλεπαθητικός

No antonyms found.

spiriting (away or off) => αφαίρεση (μακριά ή μακριά), spiriting => πνευματώδης, spirited (away or off) => γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος), spirit (away or off) => πνεύμα (μακριά ή μακριά), spires => κορυφές,