Greek Meaning of spiritlessly

Χωρίς πνεύμα

Other Greek words related to Χωρίς πνεύμα

Definitions and Meaning of spiritlessly in English

spiritlessly

lacking courage or energy, lacking animation, cheerfulness, or courage

FAQs About the word spiritlessly

Χωρίς πνεύμα

lacking courage or energy, lacking animation, cheerfulness, or courage

τυχαία,Χλιαρά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,νωχελικά,αργά,κουρασμένα,άσχετα,αμέριμνα

ενεργά,επίπονα,επιμελώς,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,δυναμικά,σκληρός,μόλις,επιμελώς

spiritistic => σπιριτιστικός, spiritist => σπιριτιστής, spiriting (away or off) => αφαίρεση (μακριά ή μακριά), spiriting => πνευματώδης, spirited (away or off) => γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος),