Greek Meaning of intently
προσεκτικά
Other Greek words related to προσεκτικά
- επίπονα
- επιμελώς
- συνεχώς
- αποφασιστικά
- επιμελώς
- επίμονα
- σκληρός
- επιμελώς
- έντονα
- έντονα
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- ενεργά
- πολύ
- εκδηλωτικά
- προσεκτικά
- γρήγορα
- αδιάκοπα
- δυναμικά
- ενεργητικά
- πυρετωδώς
- μόλις
- επίπονα
- πολύ
- επιμελώς
- σοβαρά
- δουλοπρεπώς
- σταθερά
- σταθερά
- σθεναρά
- διεξοδικά
- σφοδρά
- δυναμικά
- ζηλωτά
- με ζήλο
- συνειδητά
- ειλικρινά
- εξαντλητικά
- ακούραστα
- σχολαστικά
- πεισματικά
- επιμελώς
- αργά
- πνευματικά
- πεισματικά
- Ακούραστα
- αμείλικτα
- εκ προθέσεως
- αμείωτα
- ακούραστα
- αδιάκοπα
- ακούραστα
Nearest Words of intently
- intentness => Πρόθεση
- inter- => δια-
- inter alia => μεταξύ άλλων
- inter vivos trust => εμπιστευματική σχέση εν ζωή (inter vivos).
- interact => αλληλεπιδρώ
- interaction => αλληλεπίδραση
- interactional => Αλληλεπιδραστικός
- interactive => Διαδραστικός
- interactive multimedia => Διαδραστικά πολυμέσα
- interactive multimedia system => Διαδραστικό πολυμεσικό σύστημα
Definitions and Meaning of intently in English
intently (r)
with strained or eager attention
intently (adv.)
In an intent manner; as, the eyes intently fixed.
FAQs About the word intently
προσεκτικά
with strained or eager attentionIn an intent manner; as, the eyes intently fixed.
επίπονα,επιμελώς,συνεχώς,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,σκληρός,επιμελώς,έντονα,έντονα
τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα
intentiveness => προσοχή, intentively => προσεκτικά, intentive => προσεκτικός, intentioned => εκούσιος, intentionally => σκόπιμα,