FAQs About the word laboriously

επίπονα

in a laborious manner

ενεργά,επιμελώς,επιμελώς,αδιάκοπα,επιμελώς,δυναμικά,ενεργητικά,Ακούραστα

αργά,ανενεργά,Υπνηλά,άψυχα

laborious => επίπονος, labor-intensive => εργατικό, laboring => εργαζόμενος, laborer => εργάτης, laboredly => επίπονα,