Greek Meaning of laboriousness

κοπιωδικότητα

Other Greek words related to κοπιωδικότητα

Definitions and Meaning of laboriousness in English

Wordnet

laboriousness (n)

the quality of requiring extended effort

FAQs About the word laboriousness

κοπιωδικότητα

the quality of requiring extended effort

απασχολημένος,επιμελής,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,ενεργός,εργατικός,πολυσύχναστος,εμβαπτισμένος,εργατικός,κατειλημμένος

δωρεάν,αδρανής,αδρανής,άψυχο,νυσταγμένος,αργός,Ανεργος,ακατοίκητο,κοιμισμένος,νεκρός

laboriously => επίπονα, laborious => επίπονος, labor-intensive => εργατικό, laboring => εργαζόμενος, laborer => εργάτης,