Greek Meaning of preoccupied

προβληματισμένος

Other Greek words related to προβληματισμένος

Definitions and Meaning of preoccupied in English

Wordnet

preoccupied (s)

deeply absorbed in thought

having or showing excessive or compulsive concern with something

FAQs About the word preoccupied

προβληματισμένος

deeply absorbed in thought, having or showing excessive or compulsive concern with something

αποσπασμένος,απών,απρόσεκτος,απορροφάται,αφηρημένος,απορημένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος,ξεχασιάρης,λήθη

συναγερμός,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,συνειδητός,αρραβωνιασμένος,ενσυνείδητος,άγρυπνος,επιφυλακτικός,επαγρυπνών

preoccupation => απασχόληση, preoccupancy => προκατάληψη, prenuptial => προγαμιαίος, prentice => μαθητευόμενος, prenominal => πρινόμινο,