Greek Meaning of preoperative
προεγχειρητικός
Other Greek words related to προεγχειρητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of preoperative
- preoccupy => απασχολούν
- preoccupied => προβληματισμένος
- preoccupation => απασχόληση
- preoccupancy => προκατάληψη
- prenuptial => προγαμιαίος
- prentice => μαθητευόμενος
- prenominal => πρινόμινο
- prenatal diagnosis => Προνγεννητική διάγνωση
- prenatal => προγεννητικός
- prenanthes serpentaria => Prenanthes serpentaria
- preordain => προορίζω
- preordination => προκαθορισμός
- prep => προετοιμασία
- prep school => Προπαρασκευαστικό σχολείο
- prepackaged => προπακεταρισμένο
- prepacked => Προπαρασκευασμένο
- prepaid => προπληρωμένο
- preparation => προετοιμασία
- preparation fire => Προπαρασκευαστικά πυρά
- preparative => προπαρασκευαστικός
Definitions and Meaning of preoperative in English
preoperative (s)
happening or done before and in preparation for a surgical operation
FAQs About the word preoperative
προεγχειρητικός
happening or done before and in preparation for a surgical operation
No synonyms found.
No antonyms found.
preoccupy => απασχολούν, preoccupied => προβληματισμένος, preoccupation => απασχόληση, preoccupancy => προκατάληψη, prenuptial => προγαμιαίος,