Greek Meaning of preparative
προπαρασκευαστικός
Other Greek words related to προπαρασκευαστικός
Nearest Words of preparative
- preparation fire => Προπαρασκευαστικά πυρά
- preparation => προετοιμασία
- prepaid => προπληρωμένο
- prepacked => Προπαρασκευασμένο
- prepackaged => προπακεταρισμένο
- prep school => Προπαρασκευαστικό σχολείο
- prep => προετοιμασία
- preordination => προκαθορισμός
- preordain => προορίζω
- preoperative => προεγχειρητικός
Definitions and Meaning of preparative in English
preparative (s)
preceding and preparing for something
FAQs About the word preparative
προπαρασκευαστικός
preceding and preparing for something
εισαγωγικός,προκαταρκτικός,προπαρασκευαστικός,αρχή,προεισαγωγικό,πρωτεύον,μπροστά,βασικός,νωρίς,στοιχειώδης
επόμενος,επόμενος,μετά,πίσω
preparation fire => Προπαρασκευαστικά πυρά, preparation => προετοιμασία, prepaid => προπληρωμένο, prepacked => Προπαρασκευασμένο, prepackaged => προπακεταρισμένο,