Greek Meaning of prelusive
προεισαγωγικός
Other Greek words related to προεισαγωγικός
Nearest Words of prelusive
Definitions and Meaning of prelusive in English
prelusive
constituting or having the form of a prelude
FAQs About the word prelusive
προεισαγωγικός
constituting or having the form of a prelude
εισαγωγικός,προκαταρκτικός,προπαρασκευαστικός,βασικός,αρχή,προδρομικός,προεισαγωγικό,προπαρασκευαστικός,προετοιμάζει,πρωτεύον
μετά,επόμενος,επόμενος,πίσω
preludes => προοίμια, preliminarily => προκαταρκτικά, prelates => Πρέλατοι, prekindergarten => Παιδικός Σταθμός, pre-K => Προνήπιο,