Greek Meaning of readying

προετοιμασία

Other Greek words related to προετοιμασία

Definitions and Meaning of readying in English

Wordnet

readying (n)

the activity of putting or setting in order in advance of some act or purpose

FAQs About the word readying

προετοιμασία

the activity of putting or setting in order in advance of some act or purpose

εισαγωγή,προετοιμάζει,αρχή,εισαγωγικός,προλογίζοντας,προεισαγωγικό,προκαταρκτικός,προπαρασκευαστικός,προπαρασκευαστικός,μπροστά

μετά,επόμενος,επόμενος,πίσω

ready-cooked => έτοιμο για μαγείρεμα, ready to hand => έτοιμο προς χρήση, ready reckoner => Έτοιμο λογιστικό εργαλείο, ready money => μετρητά, ready cash => μετρητά,