Greek Meaning of ready-to-wear
Prêt-à-porter
Other Greek words related to Prêt-à-porter
Nearest Words of ready-to-wear
- ready-to-eat => έτοιμο για κατανάλωση
- ready-mix => έτοιμο σκυρόδεμα
- ready-made => έτοιμο
- readying => προετοιμασία
- ready-cooked => έτοιμο για μαγείρεμα
- ready to hand => έτοιμο προς χρήση
- ready reckoner => Έτοιμο λογιστικό εργαλείο
- ready money => μετρητά
- ready cash => μετρητά
- ready and waiting => έτοιμος και περιμένει
Definitions and Meaning of ready-to-wear in English
ready-to-wear (n)
ready-made clothing
ready-to-wear (s)
(especially of clothing) made in standard sizes and available from merchandise in stock
FAQs About the word ready-to-wear
Prêt-à-porter
ready-made clothing, (especially of clothing) made in standard sizes and available from merchandise in stock
αγορασμένο,έτοιμο,έτοιμο,εκτός ραφιού,έτοιμο,κατάστημα,αγορασμένο από το κατάστημα,εμπορικός,μαζικής παραγωγής,Προκατασκευή
συνήθεια,Προσαρμοσμένο,Εξατομικευμένο,προσαρμογή,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,χειροποίητος,χειροποίητο,Σπιτικό,καμωμένο στα μέτρα
ready-to-eat => έτοιμο για κατανάλωση, ready-mix => έτοιμο σκυρόδεμα, ready-made => έτοιμο, readying => προετοιμασία, ready-cooked => έτοιμο για μαγείρεμα,