Greek Meaning of mass-produced
μαζικής παραγωγής
Other Greek words related to μαζικής παραγωγής
Nearest Words of mass-produced
Definitions and Meaning of mass-produced in English
mass-produced (s)
produced in quantity often by assembly-line techniques
FAQs About the word mass-produced
μαζικής παραγωγής
produced in quantity often by assembly-line techniques
αγορασμένο,κατάστημα,εμπορικός,έτοιμο,έτοιμο,εκτός ραφιού,έτοιμο,αγορασμένο από το κατάστημα,Προκατασκευή,Προκατασκευασμένος
συνήθεια,Προσαρμοσμένο,χειροποίητο,Σπιτικό,Εξατομικευμένο,προσαρμογή,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,χειροποίητος,καμωμένο στα μέτρα
mass-produce => Μαζική παραγωγή, massorete => μασορίτης, massoret => μαζορήτης, massora => μασορά, massoola boat => Σκάφος μασούλα,