FAQs About the word bespoke

προσαρμογή

(of clothing) custom-madeof Bespeak, of Bespeak, imp. & p. p. of Bespeak.

συνήθεια,Προσαρμοσμένο,ειδικευμένος,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,Προσαρμοσμένο,φτιαγμένο κατόπιν παραγγελίας,ιδιαίτερος,καμωμένο στα μέτρα,Εξατομικευμένο,κατόπιν παραγγελίας

έτοιμο,μαζικής παραγωγής

bespitting => φτύσιμο, bespitten => Φτύνω, bespit => φτύνω, bespirt => εμπνευσμένος, bespice => καρυκεύω,