Greek Meaning of store-bought

αγορασμένο από το κατάστημα

Other Greek words related to αγορασμένο από το κατάστημα

Definitions and Meaning of store-bought in English

Wordnet

store-bought (s)

purchased; not homemade

FAQs About the word store-bought

αγορασμένο από το κατάστημα

purchased; not homemade

αγορασμένο,κατάστημα,εμπορικός,έτοιμο,εκτός ραφιού,έτοιμο,μαζικής παραγωγής,έτοιμο,Προκατασκευή,Προκατασκευασμένος

συνήθεια,Προσαρμοσμένο,Σπιτικό,Εξατομικευμένο,προσαρμογή,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,χειροποίητος,χειροποίητο,καμωμένο στα μέτρα

store detective => Ντετέκτιβ καταστημάτων, store cheese => Αποθήκη τυριού, store => κατάστημα, storax family => Οικογένεια της στύρακας, storax => Στόρακας,