Greek Meaning of store
κατάστημα
Other Greek words related to κατάστημα
- άσσος
- Άτομο
- bit
- νταμπ
- τελεία
- δράμι
- σταγόνα
- θραύσμα
- λάμψη
- δημητριακά
- Κοκκία
- χούφτα
- υπόδειξη
- Ακάρεο
- Μόριο
- μπουκιά
- δαγκάνοντας
- ουγγιά
- σωματίδιο
- Φιστίκια
- τσίμπημα
- ψίχουλα
- μερίδα
- Ακτίνα
- σκραπ
- ενότητα
- σκιά
- σκιά
- τεμαχίζω
- Κηλίδα
- κουκκίδα
- ράνω
- ράντισμα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- λίγο
- γεύση
- αγγίζω
- ίχνος
- απουσία
- ψίχουλο
- παύλα
- σταγόνα
- κηλίδα
- κουτσουλιά
- ιώτα
- τελεία
- έλλειψη
- μικρός
- λίγο
- μπουκιά
- τάφρος
- κομμάτι
- Έλλειψη
- scintilla
- δισταγμός
- έλλειψη
- επιφανειακές γνώσεις
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- τίτλος
- θέλω
- whit
- Έλλειψη
- έλλειψη
- έλλειμμα
- λιμός
- ανεπάρκεια
- ανεπάρκεια
- σκλήθρα
- Λιτότητα
- φτώχεια
- σπανιότητα
- Ελλειψη
- ανοησίες
Nearest Words of store
- storax family => Οικογένεια της στύρακας
- storax => Στόρακας
- storage-battery grid => πλέγμα αποθήκευσης μπαταρίας
- storage warehouse => αποθήκη
- storage tank => δεξαμενή αποθήκευσης
- storage space => Χώρος αποθήκευσης
- storage room => αποθηκευτικός χώρος
- storage ring => Δακτύλιος αποθήκευσης
- storage medium => μέσο αποθήκευσης
- storage locker => ντουλάπι αποθήκευσης
- store cheese => Αποθήκη τυριού
- store detective => Ντετέκτιβ καταστημάτων
- store-bought => αγορασμένο από το κατάστημα
- stored program => αποθηκευμένο πρόγραμμα
- stored-program => αποθηκευμένο πρόγραμμα
- storefront => Βιτρίνα
- storehouse => αποθήκη
- storekeeper => Αποθηκάριος
- storeria => Στορέρια
- storeria occipitamaculata => Συνωπιτόμορφη Στορέρια
Definitions and Meaning of store in English
store (n)
a mercantile establishment for the retail sale of goods or services
a supply of something available for future use
an electronic memory device
a depository for goods
store (v)
keep or lay aside for future use
find a place for and put away for storage
FAQs About the word store
κατάστημα
a mercantile establishment for the retail sale of goods or services, a supply of something available for future use, an electronic memory device, a depository f
κρυφή μνήμη,συλλογή,θησαυρός,εφεδρεία,προμήθεια,τράπεζα,κατάθεση,συσσώρευση,Οπλοστάσιο,οπλοστάσιο
άσσος,Άτομο,bit,νταμπ,τελεία,δράμι,σταγόνα,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά
storax family => Οικογένεια της στύρακας, storax => Στόρακας, storage-battery grid => πλέγμα αποθήκευσης μπαταρίας, storage warehouse => αποθήκη, storage tank => δεξαμενή αποθήκευσης,