Greek Meaning of smattering
επιφανειακές γνώσεις
Other Greek words related to επιφανειακές γνώσεις
- στρατός
- πλήθος
- αγέλη
- ορδή
- οικοδεσπότης
- Λεγεώνα
- φορτία
- Πλειοψηφία
- πολλά
- τα περισσότερα
- βουνό
- πλήθος
- χιλιάδες
- αφθονία
- περίσσεια
- τρισεκατομμύρια
- γκούγκολ
- άπειρα
- πολύ
- ποσότητα
- σωροί
- πλεόνασμα
- πλούτος
- δισεκατομμύρια
- δισεκατομμύρια
- συμφωνία
- ορδές
- στοίβα
- πολύ
- μάζα
- ράμφισμα
- σωρός
- πληρότητα
- Κατσαρόλα
- αφθονία
- Σχεδία
- στρατός
- Στοίβα
- βαμβάκι
- φύλλα
Nearest Words of smattering
Definitions and Meaning of smattering in English
smattering (n)
a small number or amount
a slight or superficial understanding of a subject
smattering (n.)
A slight, superficial knowledge of something; sciolism.
FAQs About the word smattering
επιφανειακές γνώσεις
a small number or amount, a slight or superficial understanding of a subjectA slight, superficial knowledge of something; sciolism.
Ζευγάρι,λίγοι,χούφτα,διασκορπίζω,διασκόρπιση,ανοησίες,ράνω,ράντισμα,Άτομο,θραύσμα
στρατός,πλήθος,αγέλη,ορδή,οικοδεσπότης,Λεγεώνα,φορτία,Πλειοψηφία,πολλά,τα περισσότερα
smatterer => παπάρας, smatter => ανοησίες, smatch => χαστούκι, smash-up => τρακάρισμα, smashingly => υπέροχα,