Greek Meaning of handful
χούφτα
Other Greek words related to χούφτα
- στρατός
- πλήθος
- αγέλη
- οικοδεσπότης
- φορτία
- Πλειοψηφία
- πολλά
- τα περισσότερα
- πλήθος
- χιλιάδες
- αφθονία
- περίσσεια
- τρισεκατομμύρια
- ορδή
- γκούγκολ
- Λεγεώνα
- βουνό
- άπειρα
- πολύ
- σωροί
- πλεόνασμα
- δισεκατομμύρια
- δισεκατομμύρια
- συμφωνία
- ορδές
- στοίβα
- πολύ
- μάζα
- ράμφισμα
- σωρός
- πληρότητα
- Κατσαρόλα
- αφθονία
- ποσότητα
- Σχεδία
- στρατός
- Στοίβα
- βαμβάκι
- πλούτος
- φύλλα
Nearest Words of handful
Definitions and Meaning of handful in English
handful (n)
a small number or amount
the quantity that can be held in the hand
handful (n.)
As much as the hand will grasp or contain.
A hand's breadth; four inches.
A small quantity.
FAQs About the word handful
χούφτα
a small number or amount, the quantity that can be held in the handAs much as the hand will grasp or contain., A hand's breadth; four inches., A small quantity.
Ζευγάρι,λίγοι,διασκορπίζω,διασκόρπιση,επιφανειακές γνώσεις,ράντισμα,Άτομο,θραύσμα,δημητριακά,τελεία
στρατός,πλήθος,αγέλη,οικοδεσπότης,φορτία,Πλειοψηφία,πολλά,τα περισσότερα,πλήθος,χιλιάδες
handfasting => στεφανόμη, handfasted => ενωμένοι χέρια χέρια, handfast => Χέρι-χέρι, hander => hander, handelian => χαντελικός,