FAQs About the word hand-hole

χερολαβή

A small hole in a boiler for the insertion of the hand in cleaning, etc.

No synonyms found.

No antonyms found.

handhold => λαβή, hand-hewn => σκαλισμένος στο χέρι, hand-held microcomputer => Χειροκίνητος μικροϋπολογιστής, handheld drill => Χειροκίνητο τρυπάνι, hand-held computer => Υπολογιστής χειρός,