FAQs About the word handicraft

Χειροτεχνία

a work produced by hand labor, a craft that requires skillful handsA trade requiring skill of hand; manual occupation; handcraft., A man who earns his living by

τέχνη,χειροτεχνία,εμπόριο,χειροτεχνία,δεξιότητα,κλήση,επάγγελμα,επάγγελμα,επάγγελμα,επάγγελμα

No antonyms found.

handicapping => αναπηρία, handicapper => άτομο με ειδικές ανάγκες, handicapped person => Άτομο με αναπηρία, handicapped => Ανάπηροι, handicap => αναπηρία,