Greek Meaning of métier

επάγγελμα

Other Greek words related to επάγγελμα

Definitions and Meaning of métier in English

métier

an area of activity in which one excels, vocation, trade

FAQs About the word métier

επάγγελμα

an area of activity in which one excels, vocation, trade

ειδικότητα,Ειδικότητα,πράγμα,περιοχή,επιχείρηση,τμήμα,Τομέας,φρούριο,επαρχία,Κάλεσμα

No antonyms found.

ménage => Σπίτι, mêlees => μάχες, mêlee => μάχη σώμα με σώμα, mélange => μίγμα, mêlées => μαχη,