Greek Meaning of métier
επάγγελμα
Other Greek words related to επάγγελμα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- πράγμα
- περιοχή
- επιχείρηση
- τμήμα
- Τομέας
- φρούριο
- επαρχία
- Κάλεσμα
- ικανότητα
- καταλληλότητα
- αρένα
- δικαιοδοσία
- λυγισμένος
- κύκλος
- φέουδο
- Πειθαρχία
- Στοιχείο
- Σχολή
- φέουδο
- Φέουδο
- πεδίο
- ταλέντο
- διάνοια
- Δώρο
- κλίση
- ικανότητα
- γραμμή
- κοστούμι
- μεροληψία
- προτίμηση
- εκλογική περιφέρεια
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- Τάση
- καταδίωξη
- ρακέτα
- βασίλειο
- σφαίρα
- Δύναμη
- ταλέντο
- τάση
- Έδαφος
Nearest Words of métier
Definitions and Meaning of métier in English
métier
an area of activity in which one excels, vocation, trade
FAQs About the word métier
επάγγελμα
an area of activity in which one excels, vocation, trade
ειδικότητα,Ειδικότητα,πράγμα,περιοχή,επιχείρηση,τμήμα,Τομέας,φρούριο,επαρχία,Κάλεσμα
No antonyms found.
ménage => Σπίτι, mêlees => μάχες, mêlee => μάχη σώμα με σώμα, mélange => μίγμα, mêlées => μαχη,