Greek Meaning of long suit
κοστούμι
Other Greek words related to κοστούμι
- Τομέας
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- πράγμα
- περιοχή
- επιχείρηση
- τμήμα
- Πειθαρχία
- πεδίο
- φρούριο
- Δώρο
- επαρχία
- Δύναμη
- ταλέντο
- τάση
- Κάλεσμα
- ικανότητα
- αρένα
- δικαιοδοσία
- λυγισμένος
- κύκλος
- φέουδο
- Στοιχείο
- Σχολή
- φέουδο
- Φέουδο
- ταλέντο
- διάνοια
- κλίση
- ικανότητα
- γραμμή
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- προτίμηση
- εκλογική περιφέρεια
- προτίμηση
- προδιάθεση
- Τάση
- καταδίωξη
- ρακέτα
- βασίλειο
- σφαίρα
- Έδαφος
Nearest Words of long suit
Definitions and Meaning of long suit in English
long suit (n)
in a hand, the suit having the most cards
an asset of special worth or utility
FAQs About the word long suit
κοστούμι
in a hand, the suit having the most cards, an asset of special worth or utility
Τομέας,ειδικότητα,Ειδικότητα,πράγμα,περιοχή,επιχείρηση,τμήμα,Πειθαρχία,πεδίο,φρούριο
No antonyms found.
long sleeve => μακρυμάνικο, long since => από καιρό, long shot => μακρινό σουτ, long saphenous vein => Μεγάλη σαφηνής φλέβα, long run => μακροπρόθεσμα,