Greek Meaning of terrain
Έδαφος
Other Greek words related to Έδαφος
- περιοχή
- τμήμα
- Τομέας
- Στοιχείο
- πεδίο
- βασίλειο
- βασίλειο
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- βαρωνία
- επιχείρηση
- κύκλος
- φέουδο
- Πειθαρχία
- φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- εκλογική περιφέρεια
- επαρχία
- Ειδικότητα
- Μελέτη
- θέμα
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- πλάτος
- πυξίδα
- περιορίζω
- έκταση
- Φέουδο
- σύνορο
- γραμμή
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- καταδίωξη
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- Υποτομέας
- Υποειδίκευση
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
Nearest Words of terrain
Definitions and Meaning of terrain in English
terrain (n)
a piece of ground having specific characteristics or military potential
FAQs About the word terrain
Έδαφος
a piece of ground having specific characteristics or military potential
περιοχή,τμήμα,Τομέας,Στοιχείο,πεδίο,βασίλειο,βασίλειο,σφαίρα,περπατώ,αρένα
No antonyms found.
terraculture => Τερρακουλτούρα, terracing => αναβαθμίδες, terraced house => Σειρά από σπίτια, terraced => αναβαθμιδωτός, terrace => Τερράτσα,