Greek Meaning of kingdom
βασίλειο
Other Greek words related to βασίλειο
- περιοχή
- τμήμα
- Τομέας
- Στοιχείο
- πεδίο
- επαρχία
- βασίλειο
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- βαρωνία
- επιχείρηση
- κύκλος
- φέουδο
- Πειθαρχία
- φέουδο
- Φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- εκλογική περιφέρεια
- Ειδικότητα
- Μελέτη
- Έδαφος
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- πλάτος
- πυξίδα
- περιορίζω
- έκταση
- σύνορο
- γραμμή
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- καταδίωξη
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- θέμα
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
Nearest Words of kingdom
- kingcup => Βατραχολούλουδο
- kingcraft => Βασιλική τέχνη
- kingbolt => πείρος
- kingbird => τυράννος
- king william pine => Pinus strobus
- king whiting => Βασιλικός μπακαλιάρος
- king vulture => Γύπας ο ερυθρόκεφαλος
- king snake => Βασιλικό φίδι
- king salmon => Σολωμός βασιλιάς
- king protea => Άνθος Προτέας του Βασιλιά
- kingdom animalia => Βασίλειο των ζώων
- kingdom come => βασίλειο των ουρανών
- kingdom fungi => Βασίλειο των μυκήτων
- kingdom monera => Βασίλειο Μονήρα
- kingdom of belgium => Βασίλειο του Βελγίου
- kingdom of bhutan => Βασίλειο του Μπουτάν
- kingdom of cambodia => Βασίλειο της Καμπότζης
- kingdom of denmark => Βασίλειο της Δανίας
- kingdom of god => Βασιλεία του Θεού
- kingdom of lesotho => Βασίλειο του Λεσότο
Definitions and Meaning of kingdom in English
kingdom (n)
a domain in which something is dominant
a country with a king as head of state
the domain ruled by a king or queen
a monarchy with a king or queen as head of state
the highest taxonomic group into which organisms are grouped; one of five biological categories: Monera or Protoctista or Plantae or Fungi or Animalia
a basic group of natural objects
kingdom (n.)
The rank, quality, state, or attributes of a king; royal authority; sovereign power; rule; dominion; monarchy.
The territory or country subject to a king or queen; the dominion of a monarch; the sphere in which one is king or has control.
An extensive scientific division distinguished by leading or ruling characteristics; a principal division; a department; as, the mineral kingdom.
FAQs About the word kingdom
βασίλειο
a domain in which something is dominant, a country with a king as head of state, the domain ruled by a king or queen, a monarchy with a king or queen as head of
περιοχή,τμήμα,Τομέας,Στοιχείο,πεδίο,επαρχία,βασίλειο,σφαίρα,περπατώ,αρένα
No antonyms found.
kingcup => Βατραχολούλουδο, kingcraft => Βασιλική τέχνη, kingbolt => πείρος, kingbird => τυράννος, king william pine => Pinus strobus,