Greek Meaning of specialty
Ειδικότητα
Other Greek words related to Ειδικότητα
- περιοχή
- τμήμα
- Τομέας
- Στοιχείο
- πεδίο
- βασίλειο
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- επιχείρηση
- κύκλος
- Πειθαρχία
- φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- βασίλειο
- γραμμή
- εκλογική περιφέρεια
- επαρχία
- Μελέτη
- θέμα
- Έδαφος
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- βαρωνία
- πλάτος
- πυξίδα
- περιορίζω
- φέουδο
- έκταση
- Φέουδο
- σύνορο
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- καταδίωξη
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- Υποτομέας
- Υποειδίκευση
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
Nearest Words of specialty
Definitions and Meaning of specialty in English
specialty (n)
an asset of special worth or utility
a distinguishing trait
the special line of work you have adopted as your career
FAQs About the word specialty
Ειδικότητα
an asset of special worth or utility, a distinguishing trait, the special line of work you have adopted as your career
περιοχή,τμήμα,Τομέας,Στοιχείο,πεδίο,βασίλειο,σφαίρα,περπατώ,αρένα,δικαιοδοσία
No antonyms found.
specialness => ιδιαιτερότητα, specially => ειδικά, specializer => ειδικός, specialized => ειδικευμένος, specialize => ειδικεύομαι,