Greek Meaning of specialist

ειδικός

Other Greek words related to ειδικός

Definitions and Meaning of specialist in English

Wordnet

specialist (n)

an expert who is devoted to one occupation or branch of learning

practices one branch of medicine

FAQs About the word specialist

ειδικός

an expert who is devoted to one occupation or branch of learning, practices one branch of medicine

σύμβουλος,ειδικός,κύριος,επαγγελματίας,σύμβουλος,σύμβουλος,καλλιτέχνης,γνώστης,σύμβουλος,σύμβουλος

ερασιτέχνης,μαθητευόμενος,αρχάριος,νεόφυτος,αρχάριος,Λαϊκός,μη ειδικός,ερασιτέχνης,Δilletant,Άπειρος

specialism => ειδικότητα, specialiser => Ειδικός, specialised => εξειδικευμένος, specialise => ειδικεύομαι, specialisation => εξειδίκευση,