Greek Meaning of specialiser
Ειδικός
Other Greek words related to Ειδικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of specialiser
- specialised => εξειδικευμένος
- specialise => ειδικεύομαι
- specialisation => εξειδίκευση
- special-interest group => Ομάδα ειδικών συμφερόντων
- special weapons and tactics team => Ομάδα Ειδικών Όπλων και Τακτικής
- special weapons and tactics squad => Ομάδα Ειδικών Αποστολών και Τακτικών
- special verdict => ειδική ετυμηγορία
- special theory of relativity => ειδική θεωρία σχετικότητας
- special session => ειδική περίοδος
- special relativity theory => Η ειδική θεωρία της σχετικότητας
Definitions and Meaning of specialiser in English
specialiser (n)
an expert who is devoted to one occupation or branch of learning
FAQs About the word specialiser
Ειδικός
an expert who is devoted to one occupation or branch of learning
No synonyms found.
No antonyms found.
specialised => εξειδικευμένος, specialise => ειδικεύομαι, specialisation => εξειδίκευση, special-interest group => Ομάδα ειδικών συμφερόντων, special weapons and tactics team => Ομάδα Ειδικών Όπλων και Τακτικής,