FAQs About the word specially

ειδικά

in a special manner, to a distinctly greater extent or degree than is common

Ειδικά,αξιοσημείωτα,ιδιαίτερα,συγκεκριμένα,ιδίως,συγκεκριμένα,ρητά

γενικά,βασικά,κυρίως,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,σημαντικά

specializer => ειδικός, specialized => ειδικευμένος, specialize => ειδικεύομαι, specialization => ειδίκευση, speciality => ειδικότητα,