Greek Meaning of specially
ειδικά
Other Greek words related to ειδικά
Nearest Words of specially
Definitions and Meaning of specially in English
specially (r)
in a special manner
to a distinctly greater extent or degree than is common
FAQs About the word specially
ειδικά
in a special manner, to a distinctly greater extent or degree than is common
Ειδικά,αξιοσημείωτα,ιδιαίτερα,συγκεκριμένα,ιδίως,συγκεκριμένα,ρητά
γενικά,βασικά,κυρίως,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,σημαντικά
specializer => ειδικός, specialized => ειδικευμένος, specialize => ειδικεύομαι, specialization => ειδίκευση, speciality => ειδικότητα,