FAQs About the word especially

Ειδικά

to a distinctly greater extent or degree than is common, in a special mannerIn an especial manner; chiefly; particularly; peculiarly; in an uncommon degree.

ιδιαίτερα,συγκεκριμένα,ιδίως,προσωπικά,κυρίως,ατομικά,επιλεκτικά

γενικά,ευρέως,ευρέως

especial => ειδικός, espauliere => Επωμίδα, esparto => εσπάρτο, esparcet => Οροβάγκα, espana => Ισπανία,