Greek Meaning of broadly
ευρέως
Other Greek words related to ευρέως
Nearest Words of broadly
- broadloom => Φαρδύς ταπήτας
- broad-leaved twayblade => πλατύφυλλος τριφυλλόρχις
- broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο
- broad-leaved montia => Μοντία η οπισθοφυλλόφυλλος
- broad-leaved everlasting pea => Λάθυρος ο ευρύφυλλος
- broad-leaved dock => Λαπάθο
- broad-leaved bottletree => Μπουκαλοδέντρο πλατύφυλλο
- broad-leaved => πλατύφυλλος
- broad-leafed => Πλατύφυλλο
- broadleaf => Γ πλατύφυλλος
Definitions and Meaning of broadly in English
broadly (r)
without regard to specific details or exceptions
in a wide fashion
broadly (adv.)
In a broad manner.
FAQs About the word broadly
ευρέως
without regard to specific details or exceptions, in a wide fashionIn a broad manner.
σημαντικά,εκτενώς,πολύ,πολύ,σε μεγάλο βαθμό,πολύς,σημαντικά,ολοκληρωτικά,πολύ,αστρονομικά
μικρός,μετριοπαθώς,ονομαστικά,μικροσκοπικώς,ελάχιστα,λεπτομερώς,αμελητέο,σπάνια,μόλις,κλασματικά
broadloom => Φαρδύς ταπήτας, broad-leaved twayblade => πλατύφυλλος τριφυλλόρχις, broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο, broad-leaved montia => Μοντία η οπισθοφυλλόφυλλος, broad-leaved everlasting pea => Λάθυρος ο ευρύφυλλος,