Greek Meaning of extensively

εκτενώς

Other Greek words related to εκτενώς

Definitions and Meaning of extensively in English

Wordnet

extensively (r)

in a widespread way

Webster

extensively (adv.)

To a great extent; widely; largely; as, a story is extensively circulated.

FAQs About the word extensively

εκτενώς

in a widespread wayTo a great extent; widely; largely; as, a story is extensively circulated.

ευρέως,σημαντικά,πολύ,πολύ,πολύς,σημαντικά,ολοκληρωτικά,πολύ,αστρονομικά,πολύ

μικρός,μετριοπαθώς,ονομαστικά,μόλις,μόνο,μικροσκοπικώς,ελάχιστα,λεπτομερώς,αμελητέο,σπάνια

extensive => εκτεταμένος, extensionist => επεκτασιολόγος, extensional => εκτατικός, extension service => Γεωργική συμβουλευτική υπηρεσία, extension phone => Επέκταση τηλεφώνου,